Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐν χειρῶν νόμῳ

См. также в других словарях:

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • σωρηδόν — ΝΜΑ επίρρ. (κυριολ. και μτφ.) σε σωρούς, σε μεγάλο αριθμό ώστε να σχηματίζεται σωρός (α. «θηκάρια σωρηδόν ερριμμένα», Κάλβ. β. «πῑπτον δ αὖ σωρηδὸν ἄλλοι ἐπ ἄλλω», Τζέτζ γ. «σωρηδὸν ἐκ χειρῶν νόμῳ διεφθείροντο», Πολ.) αρχ. μαθημ. με αριθμητική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»